- ανθεμόρρυτος
- ἀνθεμόρρυτος, -ον (Α)αυτός που ρέει από λουλούδια (για το μέλι).[ΕΤΥΜΟΛ. < άνθεμον + ρυτός < ερύω «τραβώ, εξάγω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀνθεμόρρυτον — ἀνθεμόρρυτος flowing from flowers masc/fem acc sg ἀνθεμόρρυτος flowing from flowers neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)